- θεοκολία
- θεο-κολία, ἡ, SIG531.32 (pl., Dyme).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεοκολία — θεοκολία, ἡ (Α) [θεοκόλος] το αξίωμα ή το έργο τού θεοκόλου* … Dictionary of Greek